- άνελκεν
- ἄνελκενἀνέλκωdraw up: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἄνελκεν — ἀνέλκω draw up imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέλκω — (Α ἀνέλκω) 1. έλκω προς τα πάνω, ανασύρω 2. (για πλοία) τραβώ στην ξηρά αρχ. 1. σύρω έξω, αποκαλύπτω 2. τραβώ προς τα πίσω, τεντώνω («ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκεν») 3. οδηγώ σέρνοντας κάποιον (στο δικαστήριο) 4. (μέσ. ομαι) α) τραβώ, βγάζω «ἔγχος… … Dictionary of Greek